Σκεφτόμουν από καιρό να επιστρέψω κατά δω, όμως κάτι με κρατούσε μακριά όλον αυτόν τον καιρό. Πέρασαν αρκετά χρόνια είναι η αλήθεια από την τελευταία φορά, όμως δεν έχω να πω κάτι για την ώρα. Οτιδήποτε φαντάζει περιττό μπροστά στην απώλεια που δε θα γίνει ποτέ συνήθεια...
«Όταν μεγαλώσεις θα με θυμηθείς. Τα εγγόνια σου θα σε βρίζουν και εσύ δε θα φέρνεις και πολλές αντιρρήσεις… θα κατεβάζεις κεφάλι, χωρίς δισταγμό. Δε μπορείς να κάνεις κι αλλιώς. Κι εσύ φέρθηκες στη γιαγιά σου με τον πιο άσχημο – ανέντιμο – χυδαίο τρόπο. Γιατί; Δεν τρέχω κάθε μέρα από τότε που γεννήθηκες; Για εσένα…να μη σου λείψει τίποτα. Μόνο όταν φύγω θα το καταλάβεις…»
Μόνο τότε ο άνθρωπος καταλαβαίνει. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, τίποτα δεν υπολογίζει. Όλα φαίνονται πιο καθαρά τώρα, κι ας μην ήρθε εκείνη η στιγμή. Πάντα ήσουν δίπλα μου. Πιο πολύ και από μάνα…Δε με άφησες, αλλά ούτε εγώ σε άφησα (πρέπει να το παραδεχθείς) . Μαζί τα περάσαμε όλα κι έχουμε πολύ δρόμο ακόμα μπροστά μας. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Όλα γίνονται για κάποιο σκοπό, στο ατελείωτο πέρα δώθε της ζωής. Αν θες όμως, άκου και αυτό:
Σ’ αγαπώ πολύ, αυτή είναι η αλήθεια, αλλά ποτέ δε στο ‘χω πει. Τί περιμένω άραγε; Το μυαλό δε βοηθάει τούτη την ώρα. Δεν ξέρω, βέβαια, αν ήθελες να το ακούσεις κιόλας. Δεν έχει σημασία. Το νιώθω. Μεγάλα λόγια δεν έχουν θέση εδώ. Ό,τι βγαίνει από την καρδιά είναι και παντοτινό. Έχε μου εμπιστοσύνη.
Το κακό δεν περιέχεται σ' αυτό που μπαίνει από το στόμα του ανθρώπου, αλλά σ' αυτό που βγαίνει από εκεί. (Ο Αλχημιστής)
Ποτέ, μα ποτέ μη δώσετε σημασία σε τέτοιες λέξεις. Δεν είναι «αθώα» αυτά που μπορεί να μπαίνουν μέσα σας…(και χωρίς παρεξήγηση δε με απασχολεί ο τρόπος εισχώρησης) Μη σας ξεγελάσει κανείς με τέτοιες…αηδίες. Ο τόπος που ζούμε είναι βρώμικος –ακόμα και ένα πράγμα, για το οποίο «καυχιόντουσαν» οι «βρώμικοι» κάτοικοί του, για την «καθαρότητά» του, ο ουρανός, τους τα χαλάει τελευταία. Η φύση τιμωρεί και ξέρει να κρίνει καλύτερα. Γι’ αυτό , μην πολυσκοτίζεστε…
Κάποτε μου είχαν πει πως όλα αυτά που ζω, δε θα μπορέσουν ποτέ να αγγίξουν εκείνα που ονειρεύτηκα. Όσο και αν προσπαθήσω, όσο κι αν το ζορίσω, ακόμα και στις μύτες να πατήσω, δε θα φτάσω ποτέ εκεί. Κι αν κάποια στιγμή, ζαλισμένος και έχοντας παρασυρθεί από το -άρρωστο μέχρι αηδίας- μυαλό μου (στην ουσία είναι φορές που το σιχαίνομαι, θέλω να το ξεφορτωθώ, μακάρι να γινόταν, δηλαδή, να το κρατήσω για μια φορά στα χέρια μου και να το κάνω εγώ ό,τι θέλω και όχι το αντίθετο) αναφώνησα : «Ναι ρε μαλάκες, σας γάμησα, εγώ είμαι εδώ κι εσείς στο διάολο», δεν κράτησε παρά μόνο για «κάποια στιγμή».
Ε, ναι λοιπόν…αυτές οι «κάποιες στιγμές» είναι που μας κρατάνε όρθιους. Μπορεί να ακούγεται πολύ κλισέ, όμως πόσες φορές δεν ακολουθούμε αυτά τα κλισέ; Ντρεπόμαστε για αυτά, μόνο και μόνο επειδή είναι κλισέ…Κατά βάθος δε μπορούμε να τα αποφύγουμε…δεν υπάρχει άλλη διέξοδος… Ή μήπως όλα είναι δικαιολογία, για αυτά που αφήνουμε πίσω; Kι αν οι άλλοι δρόμοι, εκείνοι που δε διαλέξαμε, μας οδηγούσαν σωστά; Είναι φρικτή, η διαπίστωση του συμβιβασμού…
*Θα διασχίσεις ένα πρωινό τον κόσμο και θα 'ναι πιο όμορφα κι από ένα όνειρο*
γιατί μια καινούρια αγάπη θα χύνεται σα μέλι
κι από ένα σημείο τής Γης αυτός ο ήλιος θ' ανατέλλει
πιο όμορφος από ποτέ, σα στρογγυλό χρυσάφι
θα λάμψει στο βλέμμα σου σα μεγάλο διαμάντι
Κι εγώ που κάνω όνειρα χωρίς να κοιμάμαι
περνάω μέσα από ένα κρύσταλλο χωρίς να φοβάμαι
γιατί τα όνειρα που κάνω όταν περπατώ στο δρόμο
είναι πιο έντιμα απ' αυτά που μας πλασάρει ο νόμος
ο νόμος μιας εταιρίας, ο νόμος μιας πολιτείας
Η χώρα μου είναι αποικία μιας πιο μεγάλης αποικίας
Χρώματα απ' τον πόλεμο μιας υδατογραφίας
χρώματα αγάπης και χρώματα βίας
Θάψε τις κούκλες κι όλα τα πλαστικά σου όπλα
μαχαίρια, πιστόλια, κάθε είδους κόλπα
Τα όνειρα της ζωής, μια θαμπή ανάμνηση
στριφογυρίζουν σα μόρια μιας μεγάλης περιπλάνησης
σα δαχτυλίδια του Κρόνου στέκονται πάνω απ' το κεφάλι
τα όνειρα που κάνω όταν είμαι ξύπνιος στο σκοτάδι
Είναι σα μαγνήτης που με κάνει να ονειρεύομαι
να μιλάω στα κτίρια, στα σύννεφα, ή να προσεύχομαι
Να 'χα μια θάλασσα έξω απ' το σπίτι μου
κι όποτε βρέχει να πετάω απ' το μπαλκόνι μου
κρατώντας το χέρι σου για πάντα
στις φραουλένιες πεδιάδες, στις γραμμικές κοιλάδες
Κι όπως συγκρούεται ένα αεροπλάνο στο μυαλό μου
να γίνει το σώμα σου ένα με το δικό μου
Πες μου, πες μου, τι σκέφτεσαι για μένα
όταν τα σώματά μας στέκουν σταυρωμένα
κι από ένα σημείο της Γης αυτός ο ήλιος ανατέλλει
Κάποιος τότε σ' ένα στόχο σημαδεύει
Χρώματα απ' τον πόλεμο μιας υδατογραφίας
χρώματα αγάπης και χρώματα βίας
Θάψε τις κούκλες σου κι όλα τα πλαστικά όπλα
μαχαίρια, πιστόλια, κάθε είδους κόλπα
Τα όνειρα της ζωής, μια θαμπή ανάμνηση
στριφογυρίζουν σα μόρια μιας μεγάλης περιπλάνησης
σα δαχτυλίδια του Κρόνου στέκονται πάνω απ' το κεφάλι
τα όνειρα που κάνω όταν είμαι ξύπνιος στο σκοτάδι
*Θα διασχίσεις ένα πρωινό τον κόσμο και θα 'ναι πιο όμορφα κι από ένα όνειρο*
Ίσως βρούμε ένα σπίτι για να μείνουμε
ένα τόπο να ζήσουμε και να πεθάνουμε
μιλώντας σε κάποιον που έχει πεθάνει
σε χιονισμένα τοπία, σε δέντρα από μελάνι
ή σε ανθρώπους που ψάχνουν μια κατεύθυνση
προς το θεό, μια άλλη χώρα, μια άγνωστη διεύθυνση
στην οθόνη ενός κομπιούτερ, στα όνειρα του σκύλου
στο ουράνιο τόξο, στην καρδιά ενός φίλου
Φύλαξε τις εικόνες κι όλα όσα πιστεύεις
στο βιβλίο των ματιών σου είναι όλα αυτά που θέλεις
Χρώματα απ' τον πόλεμο μιας υδατογραφίας
χρώματα αγάπης και χρώματα βίας
Θάψε τις κούκλες κι όλα τα πλαστικά σου όπλα
μαχαίρια, πιστόλια, κάθε είδους κόλπα
Τα όνειρα της ζωής, μια θαμπή ανάμνηση
στριφογυρίζουν σα μόρια μιας μεγάλης περιπλάνησης
σα δαχτυλίδια του Κρόνου στέκονται πάνω απ' το κεφάλι
τα όνειρα που κάνω όταν είμαι ξύπνιος στο σκοτάδι
Ήταν το απόγευμα της 6ης Δεκεμβρίου 1990, όταν ο «πρίγκιπας» της ελληνικής «ροκ», έφευγε για τη «γειτονιά των Αγγέλων»
Jim Morrison, John Lenon, Rory Gallagher. Όλοι τους υπήρξαν καθοριστικές μορφές στη διαμόρφωση της παγκόσμιας «ροκ» μουσικής σκηνής. Στην Ελλάδα, βέβαια, μπορεί τα ονόματα που πέρασαν να μην έφταναν σε μέγεθος, τα προαναφερθέντα, όμως όλοι οι οπαδοί αυτής της σκηνής στη χώρα μας, δεν γίνεται να μην παραδεχτούν την τεράστια προσφορά του Παύλου Σιδηρόπουλου. Ο «Παυλάρας», όπως συνηθίζεται να αναφέρεται χαρακτηριστικά, ήταν δισέγγονος του Ζορμπά και ανιψιός της Έλλης Αλεξίου. Από τους προγόνους του και μόνο, καταλαβαίνουμε πως η συνύπαρξη του «ρόκερ» και του «σκεπτικιστή» ήταν…επιτακτική μέσα του.
Η ιστορία ξεκινάει στις 27 Ιουλίου του 1948, σε μια γειτονιά της Κυψέλης, στην Αθήνα. Ο πατέρας του καταγόταν από τον Πόντο, ενώ η μάνα του από την Κρήτη. Η οικογένεια δεν αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, οπότε ο Παύλος και η μικρότερη αδελφή του πέρασαν ξέγνοιαστα παιδικά χρόνια. Ως μαθητής δεν υπήρξε και από τους πιο επιμελείς, όμως η εμφανής κλίση που είχε στα μαθηματικά, επιβεβαιώθηκε λίγα χρόνια αργότερα(τέλη της δεκαετίας του ’60), με την εισαγωγή του στην Μαθηματική Σχολή, της Θεσσαλονίκης.
Η τύχη τον έφερε να συγκατοικήσει με τον Βαγγέλη Γερμανό, ο οποίος ήδη είχε αρχίσει να ασχολείται με τη ροκ μουσική. Τα πρώτα «ροκ» ερεθίσματα του Παύλου, ήταν οι Animals, οι Beatles, οι Rolling Stones, ενώ επίσης άκουγε τους Έλληνες Charms και μετέπειτα τους MGC του Δημήτρη Πουλικάκου, μελλοντικού φίλου και συνεργάτη του. Στα χρόνια του ως φοιτητής, ο Σιδηρόπουλος ανέπτυξε χαρακτήρα αριστερής φιλοσοφίας και παρόλο που κρατούσε μία απόσταση από τα κοινά, ήταν αντίθετος με τον μη ξεσηκωμό των φοιτητών εναντίον της Δικτατορίας.
Από ένα σημείο και μετά , όμως, οι σπουδές έπαψαν να τον ενδιαφέρουν και αποφάσισε να αφοσιωθεί στη μουσική. Αφού γνωρίστηκε με τον Παντελή Δεληγιαννίδη, κιθαρίστα και πρώην μέλος των Olympians, έφυγαν για την Αθήνα, όπου μαζί δημιούργησαν το σχήμα «Δάμων και Φιντίας» και το 1970 κατάφεραν να κυκλοφορήσουν τα πρώτα τους κομμάτια από τη «ΛΥΡΑ». Το δισκάκι περιείχε τα κομμάτια «Ο κόσμος τους» και το «Ξέσπασμα» και χαρακτηρίστηκε, όσον αφορά τη μουσική αλλά και τους στίχους, πολύ προοδευτικός για τα…ελληνικά δεδομένα. Ένα χρόνο αργότερα, και ενώ η «ροκ» έχει αρχίσει να ανθίζει στη χώρα μας, στο ιστορικό «Κύτταρο» μαζί με ονόματα , όπως οι Socrates, Πουλικάκος, Γλέζου, Σαββόπουλος, οι «Δάμων και Φιντίας» ηχογραφούν ένα άλμπουμ σταθμό για την ελληνική ροκ μουσική, το «Ζωντανοί στο Κύτταρο», όπου ο Σιδηρόπουλος με τον Δεληγιαννίδη συμμετέχουν με τον «Γερο-Μαθιό».
Στο «Κύτταρο» γνωρίζονται και με τα «Μπουρμπούλια» που έπαιζαν με τον Σαββόπουλο. Το ντουέτο ενσωματώνεται με τα "Μπουρμπούλια" και το νέο σχήμα (Π.Σ., φωνή, Παντελής Δελληγιαννίδης,κιθάρα, Νίκος Τσιλογιάννης, ντραμς, Βασίλης Ντάλας, μπάσο) βγάζει ένα 7", το «Ο Ντάμης ο ληστής», το οποίο για το φόβο της λογοκρισίας το μετέτρεψαν σε «Ο Ντάμης ο σκληρός». Μαζί έμειναν από το 1972 ως το 1974. Κάτω από αντίξοες συνθήκες (οι αρχές της δικτατορίας τους χαρακτηρίζουν επικίνδυνους και απόβλητους) το σχήμα διαλύεται και τα «Μπουρμπούλια» ακολουθούν τον Διονύση Σαββόπουλο. Κατόπιν, ο Παύλος συνεργάστηκε με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, ως τραγουδιστής, στα έργα του «Οροπέδιο» και «Θεσσαλικός κύκλος».
Το 1976, μαζί με τους αδερφούς Σπυρόπουλους, ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ίδρυσε το γκρουπ «Σπυριδούλα». Με αυτό το σχήμα , ηχογράφησε τον σημαντικότερο, ίσως, δίσκο στην ιστορία του Ελληνικού ροκ, το «Φλου». Εδώ αξίζει να σημειώσουμε πως για τον δίσκο αυτό, ο Σιδηρόπουλος, δεν υπέγραψε συμβόλαιο, αλλά ένα…«χαρτί», στο οποίο έγραφε πως «αποποιούμαι πάσης οικονομικής απαιτήσεως από τον δίσκο» . Οι «Σπυριδούλα» υπέγραψαν συμβόλαιο εκτελεστού με ποσοστό 4% . Το σχήμα διαλύεται και αυτό με τη σειρά του, αφήνοντας πίσω του έναν ολοκληρωμένο «ροκ» ήχο και μια σειρά συναυλιών.
Το 1979 μαζί με τους Παπαντίνα, Νέστορα, Τζιμόπουλο (πρώην μέλη Μακεδονομάχων, IDOLS κ.α.) φτιάχνει το σχήμα «Εταιρία Καλλιτεχνών», το οποίο εκφράζεται με αγγλικό στίχο. Το συγκρότημα δεν κυκλοφορεί δίσκο. Ένα, όμως, τραγούδι από αυτήν την περίοδο, συμπεριλαμβάνεται στον κατοπινό δίσκο του Σιδηρόπουλου, με τίτλο «Zorba the freak» και πρόκειται για το τραγούδι «Clown».
Εκείνη την περίοδο, ο Παύλος, κάνει και την πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο, πρωταγωνιστώντας στην ταινία του Αντρέα Θωμόπουλου «Ο Ασυμβίβαστος», όπου και ερμηνεύει τα τραγούδια του «soundtrack». Τον ίδιο καιρό πρωταγωνιστεί σε μία ακόμη ταινία του Αντρέα Θωμόπουλου με τίτλο «Αλδεβαράν» , έχοντας συμπρωταγωνιστή τον Δημήτρη Πουλικάκο και η οποία προβλήθηκε μόνο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Στην μικρή καριέρα του ως ηθοποιός , μπορούμε να λάβουμε υπόψη μας και μια τηλεοπτική εμφάνιση στο σήριαλ του Κώστα Φέρρη «Οικογένεια Ζαρντή» που προβλήθηκε από την ΕΡΤ-1.
Η συνεχής αλλαγή συνεργατών σταματάει το 1980, όταν ο Σιδηρόπουλος καταλήγει σε ένα σχήμα, το οποίο με λίγες αλλαγές παίζει μαζί του μέχρι το τέλος, τους «Απροσάρμοστους». Μαζί ηχογραφούν μια σειρά σημαντικών δίσκων και με μια συνεχή παρουσία μέσω ζωντανών εμφανίσεων, δημιουργούν τον μύθο ενός πραγματικού ελληνικού ροκ συγκροτήματος στο οποίο δε χωράνε οι ερασιτεχνισμοί. Το 1982 κυκλοφορούν το «Εν λευκώ», με αρκετές αναφορές στην εμπειρία του Παύλου με την ηρωίνη (για άλλη μια φορά αντιμετωπίζει προβλήματα λογοκρισίας, βέβαια, με τα τραγούδια «Η» και «Ανταργκράουντ με στράς» για προτροπή στη χρήση ναρκωτικών και «Υστατη στιγμή» για προσβολή της δημοσίας αιδούς).
Το 1985 κυκλοφορούν το «Zorba the freak», ένα δίσκο εμπλουτισμένο με το χιούμορ του Δημήτρη Πουλικάκου που έχει κάνει την παραγωγή και το οποίο ήρθε σε αντίθεση με τη μελαγχολία και την κατάθλιψη του προκατόχου του.
Το 1989 κυκλοφορεί το «Χωρίς μακιγιάζ», ένας δίσκος ηχογραφημένος ζωντανά στο «Μετρό». Τα τραγούδια αυτού του δίσκου το συγκρότημα τα έπαιζε τα προηγούμενα χρόνια στις ζωντανές του εμφανίσεις ( κυρίως στο An Club, στα Εξάρχεια, μόνιμο στέκι των τελευταίων χρόνων ). O δίσκος χαρακτηρίζεται από τα «blues» κομμάτια που πάνω στις στενές του φόρμες ο Παύλος Σιδηρόπουλος εκφράζεται με τον δικό του, μοναδικό, τρόπο.
Το τέλος…αλλά και η αρχή ενός μύθου
Το καλοκαίρι του 1990 ξαφνικά άρχισε να παραλύει το δεξί του χέρι. Οι γιατροί υπέθεταν πρόβλημα στα αγγεία, αλλά κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς είχε. Αυτή η ιστορία τον έριξε ψυχολογικά. Το φθινόπωρο το συγκρότημα άρχισε τις συνηθισμένες του εμφανίσεις στο Αn. Ο Παύλος εμφανιζόταν με το χέρι δεμένο.
Έχοντας αρκετά νέα τραγούδια (τα οποία σταδιακά παρουσίαζαν στο κοινό των συναυλιών) και μερικά παλιά ακυκλοφόρητα σε νέες ενορχηστρώσεις άρχισαν να ηχογραφούν το υλικό αυτό, ενώ συγχρόνως είχαν προγραμματίσει σειρά ζωντανών εμφανίσεων για το Δεκέμβριο.
6 Δεκεμβρίου του 1990. Ο Παύλος βρέθηκε νεκρός από υπερβολική δόση ναρκωτικών, στο σπίτι του. Το νέο συντάραξε όλους όσους τον ήξεραν, είτε προσωπικά, είτε μέσω των τραγουδιών του.
Το τέλος του ήταν αιφνίδιο, όμως το έργο του μεγάλο. Όσοι είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν έστω και μια φορά τον Σιδηρόπουλο «ζωντανά», γνωρίζουν περί τίνος πρόκειται. Για τους νεώτερους( συμπεριλαμβανομένου και του γράφοντος) σίγουρα θα μείνει ένα απωθημένο. Κρίμα, όμως, για τον ίδιο τον Παύλο, ο οποίος δε πρόλαβε να δει όλα αυτά που πέτυχε, όσο ήταν στη ζωή.
Πληροφορίες πάρθηκαν από : http://cgi.di.uoa.gr/~bitsikas/Pavlos.html
Ήταν μια μέρα σαν και αυτή, πριν 16, ακριβώς, χρόνια όταν ο «θρυλικός» κιθαρίστας των Savatage «περνούσε» στην αιωνιότητα, σε ηλικία μόλις 30 ετών
Ο Κρις Ολίβα γεννήθηκε στις 3 Απριλίου του 1963 στο Πόμπτον Πλέινς του Νιου Τζέρσεϊ. Ήταν το μικρότερο από τα τέσσερα παιδιά των Ολίβα και γνωστός ως ο «κλαψιάρης» της οικογένειας. Είχε δύο μεγαλύτερους αδερφούς, τον Τόνι και τον Τζον, και επίσης, μια μεγαλύτερη αδελφή, τη Τζόαν.
Παιδικά χρόνια…
Σύμφωνα με τους γονείς του, ο Κρις ήταν ένα «κακομαθημένο» παιδί και ό,τι ζητούσε…το είχε στο χέρι. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα ενός ατυχήματος που του συνέβη όταν ήταν τριών χρονών. Μια μέρα, όταν ο πατέρας του έφυγε για δουλειά, ο μικρός Κρις πήγε για ψάρεμα με το θείο του. Για κακή του τύχη , όμως, ο θείος του τον έχασε ξαφνικά και εκείνος έπεσε μέσα στο νερό. Μετά από λίγη ώρα, ο πατέρας του τον βρήκε να επιπλέει, και παρόλο που ήταν ανάπηρος, κατάφερε να τον τραβήξει εκτός. Από εκείνο το σημείο και μετά, ένας ιδιαίτερος δεσμός αναπτύχθηκε μεταξύ του Κρις και του πατέρα του. Το 1973, η οικογένεια μετακόμισε στο Εσκοντίντο της Καλιφόρνια. Εκεί ο Κρις, άρχισε να «ξοδεύει» πολύ χρόνο με τον αδερφό του Τζον.
Η μεγάλη του αγάπη…
Ύστερα από τρία χρόνια(1976), βρέθηκαν στο Ντούνεντιν της Φλόριντα και η μουσική, άρχισε να μπαίνει στη ζωή του Κρις. Ο Τζον του έδειξε πώς να «πιάνει» μερικές συγχορδίες στην κιθάρα και εκείνος περνούσε ατελείωτες ώρες, προσπαθώντας να αντιγράψει τα αγαπημένα του τραγούδια.
Το 1978 ήταν η χρονιά που ο Τζον και ο Κρις δημιούργησαν το γκρουπ Avatar, το οποίο μετά από πολλές αλλαγές μελών, όπως και ονόματος, το 1983 «γέννησε» τους Savatage. Με τον Κρις στην σύνθεσή τους, οι Savatage πρόλαβαν να κυκλοφορήσουν, συνολικά, ένα EP και έξι δίσκους προτού η μοίρα να στερήσει τη ζωή, από αυτόν το σημαντικό καλλιτέχνη.
Το τραγικό τέλος…
Τα ξημερώματα της 17ης Οκτωβρίου του 1993, περίπου στις 3:30, ο Κρις και η γυναίκα του, Ντον, γυρνώντας σπίτι από ένα τοπικό φεστιβάλ έπεσαν θύματα τροχαίου ατυχήματος. Ένα διερχόμενο αμάξι συγκρούστηκε μετωπικά με το Mazda RX-7 του 1982 του Κρις, σκοτώνοντάς τον ακαριαία, ενώ η γυναίκα του μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, με σοβαρά τραύματα.
Ο τάφος του Κρις βρίσκεται στο νεκροταφείο «Curlew Memorial Gardens». Στις 23 Νοεμβρίου του 1993 δόθηκε μια ειδική συναυλία στη μνήμη του Κρις, από τα εναπομείναντα μέλη των Savatage. Δεν υπήρξε κιθαρίστας εκείνο το βράδυ, παρά μόνο μία λευκή «Stratocaster», «ντυμένη» με τριαντάφυλλα, στο σημείο , όπου συνήθιζε να κάθεται ο Κρις.
Όταν ρωτήθηκε για να κάνει ένα σχόλιο για τον Κρις, ο πατέρας του παραδέχθηκε: «Ζούσε για αυτήν την κιθάρα. Μπορεί να πήγαινα σπίτι του για επίσκεψη και δεν είχε σημασία τι έκανε(είτε στο τηλέφωνο ήταν, είτε έτρωγε), ο Κρις θα είχε μια κιθάρα στα χέρια του!!».
Η συνέχεια…
Ο χαμός του lead κιθαρίστα τους, παραλίγο να στοιχίσει τη διάλυση των Savatage, όμως στα νεότερα χρόνια τους, τα δύο αδέρφια είχαν συμφωνήσει πως αν ένας από τους δύο πέθαινε, ο άλλος θα συνέχιζε την μπάντα, αφιερωμένη στη μνήμη του άλλου…Έτσι κι έγινε…ο Τζον συνεχίζει μέχρι σήμερα…